-
1 плотина
το φράγμα, ο υδροφράκτηςкаменная - λίθινο/πέτρινο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > плотина
-
2 заготовка
1. (для деталей машин) το τεμάχιο προς κατεργασία 2. (крупносортная) η ράβδος/δοκός προς κατεργασία 3. (материал, поступающий в прокатку) το υλικό προς έλαση 4. (деревянная) το ξύλινο τεμάχιο προς κατεργασία 5. с.-х. η συγκομιδή και αποθήκευση 6. (леса) η ξύλευση/υλοτομία και αποθήκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заготовка
-
3 деревяшка
деревяшкаж1. τό ξύλο, τό κούτσουρο·2. (деревянная нога) разг τό ξύλινο πόδι. -
4 бочка
-и θ.1. βαρέλι, βυτίο• πίθος•деревянная бочка ξύλινο βαρέλι, βαγένι, βουτσί•
-из-под капусты λαχανοβάρελο (για τουρσί)•
-водовозная νεροβάρελο.
2. παλ. ρωσικό μέτρο υγρών ίσο με 480 λίτρες.εκφρ.бездонная бочка – βλ. бездонный• пить как бочка πίνω υπερβολικά, ρουφώ σαν καταβόθρα, σουρώνω. -
5 ложка
-и θ.1. κουτάλι, κοχλιάριο, χουλιάρι•столовая ложка κουτάλι της σούπας•
чайная ложка κουταλάκι του τσαγιού•
деревянная ложка ξύλινο κουτάλι•
десертная ложка κουταλάκι του γλυκού•
разливательная ложка κουτάλα διανομής• ποσοτικό μέτρο•
ложка соли ένα κουτάλι αλάτι.
2. βλ. кастаньеты.εκφρ.через час по (чайной) -е – πολύ αργά, από λίγο-λίγο. -
6 лопата
-ы θ.φτυάρι, πτύο•железная лопата σιδερένιο φτυάρι•
деревянная лопата ξύλινο φτυάρι•
борода -ой ή в -у, с -у γενειάδα πτύοειδής, σαν βεντάλια•
загребать ή грести деньги -ой μαζεύο) χρήμα με το φτυάρι.
-
7 нога
-ы θ.πόδι•болит правая нога πονά το δεξιό πόδι•
стоять на одной - στέκομαι στο ένα πόδι•
тонкие -и λεπτά πόδια (κανιά)•
передние, задние -и μπροστινά, πισινά πόδια•
μτφ. στήριγμα•-и стола τα πόδια του τραπεζιού.
εκφρ.без (задних) ног – μου κόπηκαν τα πόδια (από την κούραση)•в -ах – το μέρος του κρεβατιού των ποδιών (απέναντι του κεφαλόκλινου)•к нога! – (στρατ. παράγγελμα) παρά πόδα!•на -ах – στα πόδια•уснуть на -ах – α) κοιμάμαι ορθός, β) σε κίνηση, στα πόδια, επί ποδός. γ) όχι στο κρεβάτι•перенести грипп на -ах – περνώ τη γρίπη στα πόδια (ορθός)•деревянная нога – ξύλινο πόδι (ξυλοπόδαρο)•нога за -у идти (ташиться, плестись) – αργοβαδίζω,βαδίζω σαν τη χελώνα, καρκινοβατώ•взять -у – παίρνω βήμα•дать -у – δίνω βήμα•быть на дружеской (короткой) - – έχω φιλικές (στενές) σχέσεις•стать на дружескую (короткую) -у – αποκατασταίνω φιλικές (στενές) σχέσεις•быть {стоять)на равной - с кем – απευθύνομαι ως ίσος προς ίσον•поставить (организовать) что на какую -у – προσαρμόζω (οργανώνω) κατά το υπόδειγμα (τρόπο) κάποιου•еле (едва, насилу) -и волочить (тасканогать) – μόλις μπορώ και σέρνω τα πόδια• (стоять) одной -ой в могиле (в гробу)• ногаодна нога в могиле (в гробу) με το ένα πόδι στον τάφο ή στο λάκκο, (είναι) του θανατά•идти ή шагать (нога) в -у – κυρλξ. κ. μτφ. συμβαδίζω•кланяться в -и кому – προσκυνώ, φιλώ τα πόδια κάποιου•стать(встать ή поднять(ся) на -и – α) σηκώνομαι στα πόδια, αναρρώνω, β) ανακτώ δυνάμεις, αναστηλώνομαι•слетать на одной - – έ πηγαίνω και γυρίζω στα πεταχτά, πετιέμαι•поставить (поднять) на -и – α) θεραπεύω, αναστηλώνω, β) ανατρέφω, μεγαλώνω (ώσπου να γίνει αυτοτελής). γ) ξεσηκώνω, αναστατώνω, κινητοποιώ•стоять на (своих, собственных)-ах – στηρίζομαι μόνο στον εαυτό μου•стоять на -ах крепко (прочно) – στέκομαι γερά στα πόδια (είμαι αυτοτελής, αυτεξούσιος)•хромать на обе ноги – α) κουτσαίνω από τα δυό πόδια, δεν πάει καθόλου καλά (η υπόθεση, δουλειά κ.τ.τ.), β) έχω τελείως άγνοια, (μεσάνυχτα)• την παθαίνω, πέφτω σε γκάφα•вертеться (путаться, мешать(ся) под -ами – γίνομαι τσιμπούρι (κουνούπι), ενοχλώ επίμονα•валить с ног – ρίχνω κάτω (εζασθενώ)•валиться (падать) с ног – πέφτω από τα πόδια μου (κατεξαντλούμαι, εξασθενίζω)•на широкую (большую, барскую) -у – πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•встать с левой ή не с той -и – σηκώνομαι μαχμουρλής, βαριόθυμος εξοργισμένος•ни -ой к кому – δεν πατάω ούτε στο κατώφλι κάποιου (δεν επισκέπτομαι καθόλου)•со всех ног – ολοταχώς, τρεχάλα•давай Бог -и – τρεχάλα να δουν τα μάτια σου (αφάνταστη ταχύτητα)•левой -ой делать – φτιάχνω όπως-όπως, άσχημα, άτεχνα•одно нога здесь,(а) другая там – πηγαίνω και επιστρέφω γρήγορα, πετάγομαι•откуда -и взялись – (απο) που βρέθηκε τέτοια μεγάλη ταχύτητα•чего моя нога – χό•нога чет – τι θέλω εγώ εκεί, τι μου χρειάζεται εμένα (για άσκοπες ενέργειες)•чтобы -и чьей не было у кого – γα μην πατήσει το πόδισε κάποιον (να μην επισκεφτεί).